Φιλιππινέζος — ο, θηλ. Φιλιππινέζα, Ν [Φιλιππίνες] 1. ο κάτοικος τών Φιλιππίνων 2. αυτός που κατάγεται από τις Φιλιππίνες 3. μτφ. υπηρέτης … Dictionary of Greek
Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική … Dictionary of Greek
φιλιππινέζικος — η, ο, Ν [Φιλιππινέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Φιλιππίνες Νήσους και στους Φιλιππινέζους 2. αυτός που προέρχεται από τις Φιλιππίνες … Dictionary of Greek
φλάουτο — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από έναν σωλήνα από ξύλο, ασήμι ή πλατίνα, ο οποίος είναι κλειστός από το ένα άκρο, ενώ κοντά στο άλλο έχει μια τρύπα, από την οποία φυσούν τον αέρα, που, όταν χτυπά στα εσωτερικά τοιχώματα του… … Dictionary of Greek
Μάρκος, Φερντινάντ Εντραλίν — (Ferdinand Edralin Marcos, Σαράτ 1917 – Χαβάη 1989). Φιλιππινέζος πολιτικός ηγέτης. Σπούδασε νομική και αργότερα συνηγόρησε υπέρ του Μάνουελ Ρόξας στην δίκη του 1946 47. Εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων το 1949 και παρέμεινε στην… … Dictionary of Greek
Φιλιππίνος — ο θηλ. α βλ. Φιλιππινέζος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)