Φιλιππινέζος

Φιλιππινέζος
ο
θηλ. -έζα και Φιλιππίνος, ο θηλ. αυτός που ανήκει στη φιλιππινέζικη εθνότητα, που κατοικεί στις Φιλιππίνες ή που κατάγεται από τις Φιλιππίνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φιλιππινέζος — ο, θηλ. Φιλιππινέζα, Ν [Φιλιππίνες] 1. ο κάτοικος τών Φιλιππίνων 2. αυτός που κατάγεται από τις Φιλιππίνες 3. μτφ. υπηρέτης …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …   Dictionary of Greek

  • φιλιππινέζικος — η, ο, Ν [Φιλιππινέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Φιλιππίνες Νήσους και στους Φιλιππινέζους 2. αυτός που προέρχεται από τις Φιλιππίνες …   Dictionary of Greek

  • φλάουτο — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από έναν σωλήνα από ξύλο, ασήμι ή πλατίνα, ο οποίος είναι κλειστός από το ένα άκρο, ενώ κοντά στο άλλο έχει μια τρύπα, από την οποία φυσούν τον αέρα, που, όταν χτυπά στα εσωτερικά τοιχώματα του… …   Dictionary of Greek

  • Μάρκος, Φερντινάντ Εντραλίν — (Ferdinand Edralin Marcos, Σαράτ 1917 – Χαβάη 1989). Φιλιππινέζος πολιτικός ηγέτης. Σπούδασε νομική και αργότερα συνηγόρησε υπέρ του Μάνουελ Ρόξας στην δίκη του 1946 47. Εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων το 1949 και παρέμεινε στην… …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίνος — ο θηλ. α βλ. Φιλιππινέζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”